Στις 16.3.2015 διοργανώθηκε στην Αθήνα επιμορφωτική ημερίδα των σπουδαστών της κατεύθυνσης Διοικητικής Δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Προσκλήθηκα ως ομιλητής από το Γενικό Διευθυντή της Σχολής κ. Μιχάλη Πικραμένο, Σύμβουλο Επικρατείας, τον οποίο ευχαριστώ θερμά και από αυτή τη θέση. Υπό την προεδρία του επίτιμου Αντιπροέδρου του ΣτΕ, κ. Γιώργου Σταυρόπουλου, εισηγήσεις ανέπτυξαν επίσης η Σύμβουλος Επικρατείας κα Σίση Χρυσικοπούλου και η Συνήγορος του Πολίτη, Καθηγήτρια κα Καλλιόπη Σπανού.
Η πρόσκληση να τοποθετηθώ για το θεσμό της επιθεώρησης από την οπτική του δικηγόρου της πράξης μου προκάλεσε αμηχανία. Η αμηχανία αυτή θα ήταν μικρότερη αν το ακροατήριο ήταν δικηγορικό, αφού τότε η προσέγγιση θα ήταν περισσότερο δικαιοπολιτική, δηλαδή ένας συνδυασμός θεωρίας και συνδικαλισμού (πάντα με την καλή έννοια).
Αντίθετα, ανάμεσα σε δικαστές και σπουδαστές της σχολής, οι αξιώσεις είναι διαφορετικές: ο λόγος οφείλει να είναι «πρακτικός» και οι προτάσεις εφαρμόσιμες εντός ενός δεδομένου νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου.
Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο από έναν δικηγόρο; Δύσκολα.
Εξηγούμαι:
Ο δικηγορικός κόσμος είναι πρακτικά αποκλεισμένος από τη διαδικασία της επιθεώρησης, όπως ακριβώς είναι αποκλεισμένος από την πειθαρχική δικαιοδοσία των δικαστικών λειτουργών, αλλά και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Εξίσου αποκλεισμένος είναι και από τη διοίκηση των δικαστικών σχηματισμών, με μικρή εξαίρεση τη συμμετοχή των συλλόγων στη διαχείριση των δικαστικών κτιρίων.
Η συζήτηση για τη δυνατότητα ή τη σκοπιμότητα της συμμετοχής των δικηγόρων ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης σε όλα τα προηγούμενα είναι μεγάλη και πάντως όχι της παρούσης.
`Αρα τι απομένει; Απομένει η κατάθεση από τη μεριά μου του τρόπου, με τον οποίο οι συνάδελφοί μου προσλαμβάνουν τη λειτουργία του θεσμού. Διευκρινιστικά και απολογητικά προειδοποιώ ότι η κατάθεση αυτή είναι μοιραία υποκειμενική και αυστηρά προσωπική.
Απαριθμώ:
Ένα: Ο δικηγόρος θεωρεί την επιθεώρηση έναν προσχηματικό θεσμό. Είναι πεπεισμένος ότι η ενιαύσια θητεία των επιθεωρητών και η ανάδειξή τους με κλήρωση, στερούν από την επιθεώρηση οποιαδήποτε θεσμική σοβαρότητα.
Ακόμη κι αν πειστεί για το ζήλο και την εργατικότητα κάποιου επιθεωρητή, δύσκολα πείθεται ότι αυτός μπορεί να αξιολογήσει το σύνολο των υφισταμένων του. Όχι αδικαιολόγητα, η αναπόφευκτη αποσπασματικότητα ταυτίζεται με την αδικία.
Η αίσθηση της προσχηματικότητας επιτείνεται από την «πληροφορία» ότι οι εκθέσεις επιθεώρησης συντάσσονται με μεγάλη καθυστέρηση (σε κάποιες περιπτώσεις ποτέ) και στη βάση δύο (ακόμη κι αν είναι παραπάνω, αυτός ο αριθμός διαρρέει) αποφάσεων που ο ίδιος ο επιθεωρούμενος προσκομίζει στον επιθεωρητή.
Στο σημείο αυτό η δικηγορική απορία είναι εύλογη, άλλο τόσο εύλογη είναι και η πρόταση: Ο δικηγορικός κόσμος πρέπει να δικαιούται συγκροτημένα και ισότιμα να ενημερώνει τον επιθεωρητή για το δικαιοδοτικό έργο του επιθεωρούμενου με την προσκόμιση και το σχολιασμό των αποφάσεων που εκδίδει ή εισηγείται.
Κατά τη γνώμη μου από μια τέτοια δυνατότητα μόνο όφελος θα προκύψει. Θα αναπτυχθεί διάλογος που θα οδηγήσει σε μια συνολική αξιολόγηση του δικαστή που στόχο θα έχει όχι την τιμωρία του αλλά τη βελτίωσή του. Επίσης, ειδικά για την περίπτωση πολυμελών συνθέσεων, θα φέρει προ των ευθυνών τους την/τον πρόεδρο και το μη εισηγητικό μέλος. Εννοείται ότι προ των ευθυνών τους φέρονται και οι δικηγορικοί σύλλογοι, που η γνώμη τους για μεν τους δικαστές των σχηματισμών των μεγάλων πόλεων αγνοείται, ενώ στις μικρές πόλεις η γνώμη τους συχνά δεν απέχει από το κουτσομπολιό (αν δεν είναι προϊόν μικρής ή μεγάλης διαπλοκής).
Δύο: Ο δικηγόρος εκλαμβάνει την επιθεώρηση ως ένα από τα εργαλεία χειραγώγησης των κατώτερων δικαστών.
Επιτρέψτε μου να πω ότι η εντύπωση αυτή πηγάζει από τα λόγια των ίδιων των δικαστικών λειτουργών που συχνά δικαιολογούν «συντηρητικές», δηλαδή άτολμες, αποφάσεις με επίκληση του φόβου της επιθεώρησης.
Εξίσου όμως επιτείνεται από πληροφορίες που διαρρέουν κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης, όπως για παράδειγμα η πληροφορία ότι ο τάδε επιθεωρητής ζήτησε τα ποσοστά των δεκτών αντιρρήσεων αλλοδαπών ή των προσωρινών διαταγών σε υποθέσεις υγειονομικών καταστημάτων. `Οσο κι αν είναι δικαιολογημένη μια τέτοια πληροφόρηση του επιθεωρητή, ο μέσος επιθεωρούμενος δύσκολα αποφεύγει τη σκέψη ότι με την απόρριψη σε τέτοιες υποθέσεις «έχει το κεφάλι του ήσυχο».
Γι` αυτό νομοθετικές ρυθμίσεις περί της αξιολόγησης του «σθένους» του δικαστή ηχούν στ` αυτιά των δικηγόρων ως κακόγουστα ανέκδοτα.
Τρία: Ο δικηγόρος θεωρεί ότι η αδιαφάνεια της επιθεώρησης υποθάλπει την αναξιοκρατία. Συχνά, όταν δεν μπορεί να κατανοήσει την υπηρεσιακή εξέλιξη συγκεκριμένων δικαστών ή την προκλητική ατιμωρησία τους, βγάζει το εύλογο συμπέρασμα είτε ότι η επιθεώρηση έγινε διεκπεραιωτικά και σε πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης είτε ότι αποτελεί προϊόν πελατειακής συναλλαγής.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η εντύπωση αυτή επιτείνεται εξαιτίας του αποκλεισμού του δικηγορικού κόσμου από τη διαδικασία της επιθεώρησης, αλλά και από την πλήρη μυστικότητα των αποτελεσμάτων της (όσο πλήρης μπορεί να είναι στις εποχές μας). Είναι αλήθεια ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι πιο έντονες στην πολιτική δικαιοσύνη, όπου επιθεωρητές και επιθεωρούμενοι ανήκουν στο ίδιο σώμα και συμμετέχουν στους ίδιους συνδικαλιστικούς φορείς.
Μάλιστα, δεν είναι σπάνιο το θεσμικά απαράδεκτο φαινόμενο να ταυτίζονται κατά καιρούς ρόλοι συνδικαλιστή, επιθεωρητή και πειθαρχικώς ή υπηρεσιακώς προϊστάμενου. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω την εμβληματική περίπτωση του Προέδρου Πρωτοδικών Θεόδωρου Στάθη που απολογούμενος για παθητική δωροδοκία επιδείκνυε τις άριστες εκθέσεις αξιολόγησής του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ουδέποτε ελέγχθηκαν πειθαρχικά οι επιθεωρητές που τις συνέταξαν.
Αντίθετα στη διοικητική δικαιοσύνη οι αιτιάσεις αυτές διατυπώνονται με λιγότερη ένταση εξαιτίας της εκπλήρωσης του επιθεωρητικού έργου από λειτουργούς του ΣτΕ. Επιτρέψτε μου και πάλι για να γίνω κατανοητός μια απορία: πως άραγε βαθμολογήθηκαν στο πεδίο του σθένους όσοι πολιτικοί δικαστές δεν συμμετείχαν στην αντισυνταγματική δικαστική απεργία που κήρυξαν συνδικαλιστικά όργανα, στα οποία συμμετέχουν δυνάμει επιθεωρητές τους;
Κλείνω την τρίτη αυτή ενότητα με την παρατήρηση ότι η αδιαφάνεια της επιθεώρησης υπονομεύει το αυτοδιοίκητο των μεγάλων δικαστικών σχηματισμών, καθώς είναι έντονη η δικηγορική αίσθηση ότι ο εκλεγμένος προϊστάμενος αποτελεί ασπίδα του επιθεωρούμενου.
Τελειώνω με σημειολογικές παρατηρήσεις.
Η ορολογία ποτέ δεν είναι αθώα. Η λέξη «επιθεώρηση» έχει μόνο αρνητικούς συνειρμούς. Παραπέμπει είτε στον μπαμπούλα επιθεωρητή στο χώρο της εκπαίδευσης των παλαιότερων δεκαετιών είτε στην ανούσια στρατιωτική επιθεώρηση ευταξίας. Όπως είδαμε, η θεσμική συγκρότηση του θεσμού της δικαστικής επιθεώρησης δεν δίνει την εντύπωση ότι ξεφεύγει επιτυχώς και απολύτως από τα παραπάνω πρότυπα.
Γι αυτό θα συμφωνήσω κι εγώ ότι πρέπει τάχιστα και μεθοδικά να μεταβούμε σε ένα σύστημα αξιολόγησης προσώπων και δομών. Συστατικά του στοιχεία θα είναι το θεσμικό βάθος και η διαφάνεια, αρχικά στο εσωτερικό του δικαστικού σώματος και στη συνέχεια στην κοινωνία. Η τελευταία άλλωστε έχει την ανάγκη μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η έλλειψή της τα τελευταία χρόνια επιτάχυνε την επέλευση της κρίσης, η οποία δεν θα ξεπεραστεί επιτυχώς αν δεν βελτιωθεί η δικαιοδοτική λειτουργία.
Σας ευχαριστώ πολύ.